Η Παλαιά Διαθήκη στα Ελληνικά: 3ος αιώνας Π.Χ. – 3ος αιώνας Μ.Χ.
Σε αυτή την περίοδο δεν προέκυψε ποτέ η ανάγκη να μεταφραστεί κανένα μέρος της Βίβλου, μέχρι ότου μια κοινότητα Εβραίων της Διασποράς, με την πάροδο των χρόνων, χάσει την επαφή της με την Εβραϊκή γλώσσα. Για τους Εβραίους της Αλεξάνδρειας συγκεκριμένα , τον 3ο αιώνα π.Χ., η Ελληνική είναι πλέον η επίσημη γλώσσα, αναλαμβάνοντας τη μετάφραση στα Ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης, γνωστή και ως Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Πέντε αιώνες αργότερα, οι πρώτοι Χριστιανοί, που χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα για τη μελέτη της Καινής Διαθήκης, έπρεπε να μελετούν παράλληλα και την Παλαιά Διαθήκη και αυτό επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους κληρονόμους της παράδοσής της. Ήταν σημαντικό όπλο στα επιχειρήματά τους ενάντια στους Εβραίους ραβίνους να έχουν μια ακριβή κατανόηση του αρχικού Εβραϊκού κειμένου. Η ανάγκη τους αυτή είχε ως καρπό το σπουδαίο έργο που ανέλαβε ο Αδαμάντιος Ωριγένης τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Στην Εξάπλα του, ο Ωριγένης παραθέτει έξι εκδοχές της Παλαιάς Διαθήκης σε παράλληλες στήλες για συγκριτική μελέτη. Η πρώτη στήλη είναι η αρχική Εβραϊκή. Ακολουθεί το ίδιο κείμενο με ελληνικούς χαρακτήρες, έτσι ώστε οι Χριστιανοί να μπορούν να προφέρουν το Εβραϊκό κείμενο, η μετάφραση στα ελληνικά του Ακύλα, αυτή του Συμμάχου, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα και η μετάφραση στα ελληνικά από τον Θεοδοτίωνα.
Η Βίβλος στα Λατινικά: 2ος – 4ος αιώνας μ.Χ.
Κατά τον 1ο αιώνα η Ελληνική γλώσσα παραμένει η γλώσσα της μικρής χριστιανικής κοινότητας, αλλά με την εξάπλωση του χριστιανισμού σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απαιτείται μια λατινική εκδοχή των κειμένων της Βίβλου στις δυτικές περιοχές. Μέχρι τον δεύτερο αιώνα εμφανίζεται μια τέτοια έκδοση που χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αφρική, ενώ μία άλλη στην Ιταλία.
Αυτές οι εκδοχές της Βίβλου άλλοτε καταστρέφονται και άλλοτε προστίθενται νέες. Βρίσκονται διάσπαρτα και γραμμένα από διαφορετικούς μεταφραστές της εποχής. Μέχρι τον 4ο αιώνα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αγίου Ιερώνυμου, του κορυφαίου βιβλικού μελετητή της εποχής, υπάρχουν «σχεδόν τόσα κείμενα όσα και τα αρχαία χειρόγραφα».
Το 382 ο Πάπας Δάμασος ο Α’ αντιλαμβάνεται την ανάγκη για τη δημιουργία ενός ενιαίου συγγράμματος και εξουσιοδοτεί τον Ιερώνυμο να γράψει μια οριστική Λατινική μετάφραση όλων των κειμένων, συγκεντρωμένα σε ένα σύγγραμμα. Έτσι στο μοναστήρι του στη Βηθλεέμ ο Άγιος Ιερώνυμος δημιουργεί τη Βουλγάτα, την λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής, καθιερώνοντας την ως τη Βίβλο ολόκληρης της Δυτικής Εκκλησίας μέχρι την Μεταρρύθμιση.
Μέχρι τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η Βουλγάτα , περίπου το 405 μ. Χ., οι βάρβαροι Γότθοι διέθεταν επίσης τη δική τους εκδοχή μέρους της Βίβλου χάρη στην ιεραποστολική προσπάθεια του Ουλφίλα, ο οποίος δημιούργησε τη γοτθική μετάφραση της Καινής Διαθήκης.
Ο Ουλφίλας και το αλφάβητο του: 360 μ. Χ.
Ο Ουλφίλας ήταν γνωστός ως ο πρώτος που ανέλαβε το εξαιρετικά δύσκολο πνευματικό έργο να γράψει από την αρχή μια γλώσσα που ήταν ακόμη καθαρά προφορική. Δημιουργεί ένα νέο αλφάβητο για να καταγράψει με ακρίβεια τον Γοτθικό προφορικό λόγο, χρησιμοποιώντας τα κεφαλαία ελληνικά στοιχεία, την ελληνική ορθογραφία, εισάγοντας παράλληλα πλήθος Ελληνικών λέξεων και εννοιών, άγνωστων μέχρι τότε στους Γότθους.
Το αλφάβητο αυτό ήταν η βάση για τη μετάφρασή του από την Ελληνική έκδοση της Αγίας Γραφής στη γλώσσα των Γότθων. Δεν είναι γνωστό σε τι βαθμό ολοκλήρωσε το έργο του, αλλά μεγάλα τμήματα των Ευαγγελίων και των Επιστολών παρουσιάζονται στην έκδοση του που χρονολογείται αρκετά χρόνια πριν ο Ιερώνυμος αρχίσει να εργάζεται πάνω στο λατινικό του κείμενο.
Η ανάγκη για μετάφραση της Βίβλου στις τοπικές γλώσσες: 8ος – 14ος αιώνας μ.Χ
Η πρόθεση του Αγίου Ιερώνυμου να μεταφράσει στα Λατινικά την Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη και την Ελληνική Καινή Διαθήκη, ήταν για να μπορούν οι απλοί χριστιανοί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να διαβάζουν τον λόγο του Θεού. Η «άγνοια των Γραφών», έγραφε, «είναι η άγνοια του Χριστού».
Σταδιακά αυτή η αντίληψη μεταβλήθηκε. Με την κατάρρευση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, οι λαοί της χριστιανικής Ευρώπης μιλούσαν Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλοσαξονικά, Ιταλικά ή Ισπανικά και η Βουλγάτα του Ιερώνυμου ουσιαστικά ήταν κατανοητή μόνο από τους μορφωμένους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ιερείς. Με την πάροδο των χρόνων, η μετάφραση της Αγίας Γραφής στις τοπικές γλώσσες εξελίχτηκε σε μια ριζοσπαστική απαίτηση εκ μέρους των απλών χριστιανών κατοίκων της Δυτικής Ευρώπης ενάντια στην ιεραρχία της Παπικής Εκκλησίας που αρνούνταν οποιαδήποτε ερμηνεία των κειμένων πέρα από αυτή που είχε καθιερωθεί στα λατινικά από τον Ιερώνυμο αιώνες πριν.
Η ισχυρότερη απαίτηση για εκλαϊκευμένα κείμενα εμφανίζεται στη Γαλλία από μια αίρεση, τους Καθαρούς. Η καταστολή των Καθαρών ολοκληρώνεται στα μέσα του 13ου αιώνα, αλλά τον επόμενο αιώνα οι ίδιες απαιτήσεις εμφανίστηκαν ξανά στη δυτική χριστιανική Ευρώπη.
Ο John Wycliffe και οι οπαδοί του μεταφράζουν πλήρεις αγγλικές εκδόσεις της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης στα τέλη του 14ου αιώνα. Την ίδια περίοδο οι Τσέχοι έχουν τη δική τους τοπική Βίβλο, η οποία στη συνέχεια βελτιώθηκε σημαντικά από τον John Huss.
Αυτές οι μεταφράσεις αποτελούν μέρος της ριζοσπαστικής ώθησης για μεταρρύθμιση μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και το ζήτημα των λαϊκών-τοπικών Βίβλων γίνεται ένα από τα επίμαχα θέματα της Μεταρρύθμισης.
Έρασμος, Λούθηρος και Tyndale: 1516-1536
Από τον 16ο αιώνα η πεποίθηση που κερδίζει έδαφος είναι ότι μια προσωπική γνώση της Αγίας Γραφής είναι ακριβώς αυτό που χρειάζονται οι απλοί άνθρωποι ως δικό τους πνευματικό αγαθό. Ο Έρασμος, αν και ο ίδιος μεταφράζει την Καινή Διαθήκη μόνο από την Ελληνική στα Λατινικά, εκφράζει στον πρόλογο του το 1516 την επιθυμία να υπάρχει το ιερό κείμενο σε κάθε γλώσσα έτσι ώστε να μπορούν να το διαβάσουν και οι Σκωτσέζοι και οι Ιρλανδοί.
Την επόμενη δεκαετία αυτή η πεποίθηση γίνεται κεντρική απαίτηση της Μεταρρύθμισης. Σημαντικότερες προσωπικότητες είναι ο Λούθηρος και ο Tyndale. Σε μια περίοδο αυξανόμενου αλφαβητισμού στην Ευρώπη, τα έργα τους θα έχουν βαθιά επίδραση στη Γερμανική και Αγγλική λογοτεχνία.
Το ενδιαφέρον του Λούθηρου για τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης απευθείας από την Ελληνική γλώσσα στα Γερμανικά, παρακάμπτοντας σκόπιμα τα Λατινικά, είχε υποκινηθεί ήδη από το 1518 με την άφιξη στη Βυρτεμβέργη ενός νεαρού καθηγητή με το όνομα Philipp Melanchthon. Οι ομιλίες του για τον Όμηρο ενέπνευσαν τον Λούθηρο να σπουδάσει Ελληνικά, δίνοντας του παράλληλα χρήσιμες συμβουλές στις πρώτες του προσπάθειες μετάφρασης.
Ο Λούθηρος ολοκλήρωσε το έργο του στο Wartburg και η Καινή Διαθήκη του δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1522, μένοντας στην ιστορία ως Βίβλος του Σεπτέμβρη. Η πλήρης Βίβλος του Λούθηρου, μαζί με την Παλαιά Διαθήκη, που μεταφράστηκε από την εβραϊκή, δημοσιεύτηκε το 1534.
Λίγο μετά τη δημοσίευση της Καινής Διαθήκης του Λούθηρου ένας Άγγλος λόγιος φοιτητής στη Βυρτεμβέργη, ο Tyndale, βαδίζει στα χνάρια του ξεκινώντας μια μετάφραση της Καινής Διαθήκης επίσης από τα Ελληνικά προς την μητρική του τα Αγγλικά. Κάτι ανάλογο ουσιαστικά που έκανε και ο Λούθηρος. Η Αγγλική μετάφρασή του εκτυπώνεται στο Worms το 1526 σε 3000 αντίτυπα, όμως όταν φτάνουν στην Αγγλία, ο επίσκοπος του Λονδίνου κατάσχει κάθε αντίγραφο που οι πράκτορές του ανακάλυψαν και τα «αιρετικά» του κείμενα ρίχνονται στη πυρά. Τόσο αποτελεσματικές ήταν οι μέθοδοι του επισκόπου, που σήμερα σώζονται μόνο δύο αντίγραφα από την αρχική έκδοση των 3000 αντιτύπων.
Ο Tyndale συνεχίζει όμως πεισματικά την ριψοκίνδυνη εργασία του και το 1535 έχει ήδη μεταφράσει το πρώτο μισό της Παλαιάς Διαθήκης. Όμως εκείνο το έτος, ζώντας διακριτικά μεταξύ των Άγγλων εμπόρων στην Αμβέρσα, η ταυτότητά του προδίδεται στις Αρχές. Η πόλη βρισκόταν υπό την αυστηρά Καθολική ισπανική κυριαρχία, οπότε ο Tyndale θεωρήθηκε αδιαμφισβήτητα ως αιρετικός και καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκτελέστηκε το 1536 και οι τελευταίες του λέξεις δεμένος στον πάσσαλο πριν στραγγαλιστεί ήταν :”Κύριε, άνοιξε τα μάτια του Άγγλου Βασιλιά”, προφανώς ως μία έκκληση στο Θεό να φωτίσει τον Ερρίκο τον 8ο να επαναστατήσει εναντίον της Ρώμης.
Παρά την καταστροφή των περισσοτέρων αντιγράφων, τα λόγια του Tyndale επιβιώσαν και διαδόθηκαν κυρίως από στόμα σε στόμα. Τα κείμενά του αποτέλεσαν την βάση στην οποία οι μεταγενέστεροι μελετητές επιστρατεύσαν τακτικά μετά την απόφαση του Βασιλιά Ερρίκου του 8ου να επισημοποιήσει την χρήση της αγγλικής Αγίας Γραφής, μία απόφαση ορόσημο για την ιστορία της Αγγλίας.
Η πρώτη επίσημα εξουσιοδοτημένη μετάφραση στην Αγγλία είναι αυτή του Miles Coverdale το 1535 και είναι προσαρμοσμένη στις πολιτικές φιλοδοξίες του Ερρίκου. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο αυταρχικός βασιλιάς αναθέτει μια πληρέστερη έκδοση της Βίβλου, υπό την εποπτεία του Coverdale, με την πρόθεση κάθε εκκλησία στη χώρα να διαθέτει ένα τέτοιο
αντίγραφο. Αυτή είναι η Μεγάλη Βίβλος, η ιστορία της οποίας από το 1539 παρέχει μια ενδιαφέρουσα εικόνα για την πολιτική της Μεταρρύθμισης στην Αγγλία.
Η μετάφραση αυτή όμως που γίνεται κεντρικό ζήτημα στην αγγλική κουλτούρα, όπως και αυτή του Λούθηρου στη Γερμανία, είναι η Βίβλος του Βασιλιά Ιακώβου του Α’, γνωστή στα Αγγλικά και ως “the Authorized Version” . Σαράντα επτά μελετητές μεταξύ των ετών 1604- 1611 εργάστηκαν σχολαστικά, στοχεύοντας να εκμεταλλευτούν με το καλύτερο τρόπο όλες τις προηγούμενες μεταφράσεις, υπό τις σαφείς οδηγίες όμως του Βασιλιά Ιακώβου.
Το όπλο του ιεραποστόλου: 19ος – 20ος αιώνας
Η Βίβλος στις εθνικές γλώσσες, κεντρική απαίτηση της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, γίνεται το βασικό εργαλείο των προτεσταντών ιεραποστόλων. Εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο μέσω των εμπόρων και των αξιωματούχων των ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών του 19ου αιώνα, συναντώντας όλο και περισσότερες γλώσσες στις οποίες το ιερό κείμενο μπορεί να μεταφραστεί και να διαδοθεί στις τοπικές εθνικές ομάδες που πλέον βρίσκονται υποτελείς στους Ευρωπαίους κατακτητές.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι μεταφράσεις της Βίβλου, στο σύνολο της ή εν μέρει, δημοσιεύονται σε περίπου 400 νέες γλώσσες, ενώ τον 20ο αιώνα αυτός ο αριθμός θα διπλασιαστεί.
Ένα μικρό τοπικό παράδειγμα για τον ρυθμό εξάπλωσης του ιεραποστολικού προγράμματος είναι η Παπούα-Νέα Γουινέα στην οποία μιλούνται περισσότερες από 800 τοπικές διάλεκτοι. Σήμερα η Καινή Διαθήκη έχει μεταφραστεί ήδη σε περισσότερες από 100 γλώσσες και διαλέκτους της περιοχής, με σχεδόν 200 ακόμα να βρίσκονται υπό επεξεργασία. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν κυρίως στις χώρες της Αφρικής και σε χώρες της πρώην Βρετανικής Αυτοκρατορίας.